-
1 κάρφω
κάρφω, zusammenziehen, einschrumpfen lassen, dörren, VLL. ξηρᾶναι, συσπάσαι; Od. 13, 398 κάρψω μὲν χρόα καλὸν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι, 430 κάρψε μέν οἱ χρόα, sie ließ die Haut zusammenschrumpfen, machte sie runzelig, wie Archil. frg. 76 χρὼς κάρφεται ἤδη, die Haut schrumpft zusammen; Hes. O. 577 ἠέλιος χρόα κάρφει; Hacedon. 16 (XI, 374) ὡς δὲ ῥόδον ϑαλέϑεσκες ἐν εἴαρι· νῦν δ' ἐμαράνϑης, γήραος αὐχμηρῷ καρφομένη ϑέρεϊ; στονόεντι κάρφεται οἴτῳ, er schmachtet hin, welkt hin, Ap. Rh. 4, 1094; καμάτοις κάρφουσι γυῖα δαμείς Nic. Al. 383, vom ausdörrenden Durst. Uebertr. sagt Hes. O. 7 von Zeus ῥεῖα δέ τ' ἰϑύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει, er läßt den Uebermüthigen einschrumpfen, demüthigt ihn. – Vgl. κάρφος, καρφαλέος, carpere, ἅρπω, ἁρπάζω, auch καρπός.
-
2 κάρφω
κάρφ-ω, poet. Verb,A dry up, wither, κάρψω μὲν Χρόα καλόν will wither the fair skin, wrinkle it, Od.13.398, cf. 430;ἠέλιος Χρόα κάρφει Hes. Op. 575
:—and in [voice] Pass., [ Χρὼς]κάρφεται ἤδη Archil.100
;πυρὶ καρφόμενα Euph.50
;περὶ Χροῒ καρφομένη θρίξ Nic.Th. 328
.2 metaph., ἀγήνορα κάρφει Ζεύς Zeus withers the proud of heart, Hes.Op.7;κάματοι κάρφοντες γυῖα Nic.Al. 383
:—[voice] Pass.,οἴτῳ κάρφεσθαι A.R.4.1094
; v. κάρφος.
См. также в других словарях:
κάρφω — (Α) 1. ξεραίνω, μαραίνω, κάνω κάτι να ζαρώσει («ἠέλιος χρόα κάρφει», Ησίοδ.) 2. ταπεινώνω κάποιον («σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει Ζεὺς», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίζεται με τη συνεσταλμένη βαθμίδα (s)krb(h) τής ΙΕ ρίζας* (s)kerb(h) «κάμπτω,… … Dictionary of Greek